Είσαι ο άνεμος που διαπερνά τις σκέψεις, η φωτιά που ζεσταίνει τις αμφιβολίες μου. Στα μάτια σου, βλέπω τον κόσμο να αναγεννιέται, και στα χείλη σου, τις λέξεις που ποτέ δεν ειπώθηκαν, αλλά πάντα ήξερα. Είσαι το χρώμα που λείπει στην παλέτα μου, η μουσική που συνθέτει τη σιωπή του κόσμου γύρω μας. Η δύναμη που κρατάει τη γαλήνη και την αγωνία, η αλήθεια που φωτίζει και τα πιο σκοτεινά μονοπάτια. Είσαι η γέφυρα που ενώνει τις αντιφάσεις μου, το χέρι που με τραβά, όταν χάνω τον δρόμο. Η ευτυχία που γεννιέται από τις απλές στιγμές, και η ηρεμία που έρχεται όταν κοιτάζω το βλέμμα σου. Είσαι το φως που ξεδιπλώνει τις σκιές, η αγάπη που κάνει τα πάντα να φαίνονται αληθινά. Σε βλέπω, όχι μόνο για αυτό που είσαι, αλλά και για όλα όσα ονειρεύεσαι να γίνεις. Γιατί, τελικά, εσύ είσαι το ερώτημα που αξίζει να απαντήσω, η αναζήτηση που με οδηγεί στη δική μου αλήθεια. Είσαι το ταξίδι που ξεκίνησα χωρίς να ξέρω, και η άφιξη που βρήκα χωρίς να περιμένω. Για εσένα, γράφω τούτες τις λέξεις, με μια καρδι...
Η Άννα περπατούσε αργά στον ίδιο δρόμο κάθε απόγευμα. Το φως του ηλιοβασιλέματος έριχνε μια χρυσαφένια αχτίδα πάνω από τις στέγες των σπιτιών, και η ζέστη της ημέρας υποχωρούσε αργά. Όλα γύρω της είχαν τη γλυκιά ηρεμία της επαρχίας, που όμως δεν μπορούσε να καταπνίξει την ένταση που κυριαρχούσε μέσα της. Ήξερε πως το περπάτημα αυτό, οι συνηθισμένες της βόλτες, είχαν έναν μόνο σκοπό: να την κρατούν μακριά από τη σιωπή του σπιτιού της. Η σιωπή είχε γίνει η μόνιμη συντροφιά της από τη στιγμή που χάσε την κόρη της, την Ελένη, και τον άντρα της, τον Μιχάλη, σε ένα τροχαίο ατύχημα, περίπου δυο χρόνια πριν. Κάθε φορά που η σκέψη της ταξίδευε πίσω εκείνο το βράδυ, το πρόσωπο της Ελένης, γεμάτο ζωή και χαμόγελο, φαινόταν να χάνεται, να γίνεται αχνό, σαν να είχε ποτέ υπάρξει πραγματικά. Σήμερα ήταν μια ακόμα μέρα χωρίς φωνές στο σπίτι. Χωρίς τις συζητήσεις, τα γέλια, τις αντιπαραθέσεις που κάποτε γεμίζανε το χώρο με ζωή. Τώρα, όλα ήταν άδεια, ακόμα και οι τοίχοι φαινόταν να ...