Μην έρθεις,
θέλω να κοιτώ την Ανατολή,
να χάνω το βλέμμα μου
στις πρώτες ακτίνες που τρυπούν τη γη,
να μετράω συνέπειες,
να αποδίδω ευθύνες
σε αυτόν τον απρόσμενο αχό
που με ζώνει.
Θα τρέξω, θα χαθώ,
σε δύσβατα μονοπάτια,
όπου το βήμα χάνεται,
και το σώμα γίνεται σκιά
στον έρημο ορίζοντα.
Πίστεψε…
Η ράχη είχε σπουργίτια,
που όμως -
έμοιαζαν με λουλούδια
κι εσύ,
σε μια άλλη ζωή,
θα ήσουν το φως που τα τρέφει.
Στη θάλασσα,
η ανθοδόχη,
γεμάτη όνειρα αθέλητα,
γεμάτη ελπίδες απραγματοποίητες,
σαν λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Κι ύστερα,
η παλίρροια,
έγινε η εσωτερική επένδυση
της μη εναρμονισμένης ψυχής.
Σαν τη θύελλα που βρυχάται
και μας παίρνει μαζί της,
χωρίς να ρωτήσει.
Και απελευθερώθηκα…
Σε μια αλάνα από γαλάζια φεγγάρια,
εκεί, αντάμα με τον άνεμο,
αντίκρυσα έναν ήλιο,
που ποτέ δεν φώτισε πραγματικά.
Ο οίνος της ντροπής μου έγνεψε,
ως μια κακοπληρωμένη αχρωματοψία.
Μια αλήθεια, που πάντα θα είναι αόριστη,
μια ψευδαίσθηση,
που όσα βήματα και να κάνω,
δεν μπορεί να σβηστεί.
Και σαν ψεύτικα γυαλιά,
στα μάτια σε φόρεσα,
αόρατη σκιά
του εαυτού μου που με καταδιώκει.
Πάνω μου, Μέσα μου,
δειλά, ταπεινά,
γυαλιά σπασμένα,
σπασμένα και ξεχασμένα,
όπως η καρδιά που ποτέ δεν έμαθε να αγαπάει,
ή ίσως το αντίθετο…
όπως η καρδιά που πάντα ξέχασε να ξεχάσει.
Μην έρθεις,
θέλω να με κοιτώ,
γιατί είμαι ένας καθρέφτης που θρυμματίζεται
κάθε φορά που με βλέπεις να κοιτάζω τον εαυτό μου.
Ατίμησα έναν άτιμο εαυτό,
και λογαριάζω:
πενήντα φεγγάρια και δεν σε έψαξε κανείς.
Τα φώτα των πόλεων
δεν φωτίζουν πια το δρόμο μου,
γιατί τα αστέρια,
σχεδόν χάθηκαν από τη νύχτα.
Λοιδορούν και απόψε
οι παρωδίες των νυκτόβιων πουλιών,
εκείνα μόνο,
σε προσμένουν.
Κι εσύ,
εκεί που χάθηκες,
μοιάζεις με θρόισμα αέρα,
μια ανάσα,
που ποτέ δεν φτάνει.
Απόταξη… φθάνω,
διά βίου στη ζωή,
χωρίς να ξέρω πού ξεκινώ και πού τελειώνω,
επανόρθωση…
όχι για σένα,
αλλά για μένα,
για να αναγεννηθώ
από τα συντρίμμια του κόσμου που χτίσαμε μαζί.
Ανυμνώ,
αντλώντας έμπνευση από ακραία φαινόμενα ζωής,
που φανερώνουν τη δύναμη του θανάτου,
αλλά και τη δύναμη του αναστοχασμού,
που ανατρέπει τα πάντα.
Και θανάτου!
Γιατί εκεί, στην άβυσσο,
αντιλαμβάνομαι πως έζησα.
Μην έρθεις,
είσαι νεκρός.
Κι ακροβατώ,
κοντά σου,
με το σκοινί,
στην άδεια καρέκλα,
εκεί που τα βήματα δεν αφήνουν ίχνη.
Συνθέτω,
το πιο αλληγορικό σκηνικό.
Ο Ακροβάτης που έγινε Κλόουν,
και ο Κλόουν που αποδέχεται την αλήθεια του.
Γιατί όλα αυτά,
είναι απλώς η παράσταση του κόσμου,
μια παράσταση που παίζουμε για να αντέξουμε,
ή για να χαθούμε μέσα σε αυτήν.
Και η ζωή είναι απλώς το σκηνικό,
το σενάριο…
που ποτέ δεν ολοκληρώνεται.
Ο Ακροβάτης που έγινε Κλόουν - Κική Κωνσταντίνου
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
ΕΚΦΡΑΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ